- ψαλληγενής
- -ές, Α(ως κωμική προσωνυμία τού Αρχύτου) αυτός που προήλθε από το παίξιμο τής άρπας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + -γενής (< γένος) κατ’ αναλογία τού μοιρηγενής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαλληγενές — ψαλληγενής sprung from harp playing masc/fem voc sg ψαλληγενής sprung from harp playing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek